- αλλοιόσχημος
- -η, -οαυτός που έχει διαφορετική μορφή ή σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλοίος + -σχημος < σχήμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… … Dictionary of Greek